Η θεσμική κρίση των Πολιτειακών Οργάνων…Αρθρο του Άλκη Δερβιτσιώτη Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου..
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο παρατηρήθηκε η ενίσχυση των οργάνων της Eκτελεστικής λειτουργίας έναντι των Aντιπροσωπευτικών σωμάτων, τα οποία ωστόσο παρέμειναν οι ονομαστικοί φορείς της νομοθετικής λειτουργίας.
Η εξασθενημένη σύμπραξη του αρχηγού της πολιτείας παρουσιάστηκε ως ενίσχυση του νομοθετικού ρόλου της Βουλής, στην πράξη όμως επισφράγισε την επικράτηση της Κυβέρνησης, ως μόνου ουσιαστικού και καθοριστικού πόλου της εκτελεστικής λειτουργίας.
Εφεξής η θέση του Πρωθυπουργού, εκ των πραγμάτων ισχυρή, ενισχύθηκε έτι περαιτέρω. Υπενθυμίζω ότι ο αρχηγός του πολιτικού κόμματος που επικρατεί στις εκλογές, συντελούντος του εκλογικού συστήματος, αποκτά πλειοψηφία εδρών στη Βουλή. Έτσι στο σύγχρονο κοινοβουλευτικό και αντιπροσωπευτικό σύστημα διαμορφώθηκε, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα, ένα πανίσχυρο κέντρο εξουσίας στο οποίο προΐσταται ο Πρωθυπουργός ως επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου και συγχρόνως ως αρχηγός του κόμματος.
Η λειτουργία του πολιτεύματος έχει αποδείξει ότι ο – εκάστοτε – Πρωθυπουργός διαδραματίζει κυριαρχικό ρόλο στο κόμμα, στην κοινοβουλευτική ομάδα και στην κυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτό ο Πρωθυπουργός δεν είναι θεσμικά μόνο primus solus αλλά επί της ουσίας επικεφαλής του πανίσχυρου κέντρου εξουσίας που λειτουργώντας χωρίς θεσμικά αντίβαρα μετατρέπεται σε εν δυνάμει αυθαίρετο και γι’ αυτό εν δυνάμει αυταρχικό μηχανισμό. Η Βουλή ως το σώμα των αντιπροσώπων του κυριάρχου λαού έχει απωλέσει προ πολλού τον αποφασιστικό ρόλο που της διασφάλιζε η τιμηματική ψήφος του 19ου αιώνα. Η καθολική ψήφος είχε ως συνέπεια τη μεταβολή των θεσμικών συνθηκών. Η αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων μεταφέρθηκε από τη Βουλή σε άλλα κέντρα εξουσίας που συνιστούν καταρχάς ο πρωθυπουργός και η διαμορφωθείσα από αυτόν ηγετική ομάδα του κόμματος.
Η Βουλή δεν είναι πλέον το Forum συζήτησης των προβλημάτων του λαού και των ζωτικών ζητημάτων του έθνους. Η αντιπολίτευση συνεχίζει να διαθέτει τα μέσα άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου αλλά η αντιπαράθεση κυβερνητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κοινοβουλευτικής μειοψηφίας έχει προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Η Βουλή είναι πια ένα περιορισμένο δημόσιο πολιτικό βήμα αφενός και αφετέρου ένα διεκπεραιωτικό όργανο των πολιτικών αποφάσεων που έχει ήδη λάβει ο Πρωθυπουργός.
Ο πολιτικός σχεδιασμός, συνδυασμένος με την τεχνοκρατία, τη δημόσια υπαλληλική γραφειοκρατία και την κομματική πειθαρχία καθιστούν την ενισχυμένη εκτελεστική λειτουργία ένα αξεπέραστο εξουσιαστικό πλέγμα που συχνά-πυκνά λειτουργεί εκτός των ορίων της θεσμικής συμπεριφοράς και όχι σπάνια στα όρια του Συντάγματος, όταν δεν τα υπερβαίνει.
Η διαρκής επίκληση του εκλογικού αποτελέσματος συχνά είναι προσχηματική, όταν δεν παραβλέπει το δεδομένο ότι η νομοθέτηση δέον να ασκείται υπέρ του γενικού συμφέροντος και όχι προς όφελος λίγων ή ακόμα και των πολλών. Η αντίληψη ότι η επιθυμία αντικαθιστά την πραγματικότητα δεν συντηρεί μόνο τη διαχρονική ανεδαφικότητα, που διαπερνά – λόγω κόπωσης – τις εκάστοτε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Πρόκειται για συλλογισμό που καθιστά ισχυρή τη διαπίστωση ότι οι ανώριμες κοινωνίες αφενός χρειάζονται θεσμούς που λειτουργούν μόνο συμβολικά και αφετέρου ότι οι θεσμοί αυτοί δεν διαθέτουν πραγματικές αρμοδιότητες.
Ιδού η σύγχρονη τάση όχι μόνο προς τον ολοκληρωτισμό και προς τα αδιαφανή κέντρα εξουσίας αλλά και προς την εξουδετέρωση του εκλογικού σώματος, στο οποίο καταλείπεται μόνο η δυνατότητα να ενισχύει την εξουσία όχι με την ενεργή σύμπραξή του στο πολιτικό γίγνεσθαι αλλά με την αμνησία του. Έτσι το σχήμα μεταλλάσσεται : ο λαός είναι θεσμικά αδύναμος έναντι της Βουλής και αυτή είναι θεσμικά αδύναμη έναντι της Κυβέρνησης. Όπως παρατηρήθηκε προσφυώς κατά το παρελθόν από τη γραφίδα του Γ. Ανιόλι και τον μεταρρυθμιστικό οίστρο του Χ. Λάσκι ζούμε στην εποχή που η «αθροιστική μηχανή» επαναλαμβάνει περισσότερο ή λιγότερο παθητικά «τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί αλλού». Ένας συνδυασμός πολλών – συχνά ετερόκλητων – παραγόντων οδηγεί τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα σε «δημοκρατίες χωρίς διάλογο». Η Βουλή δεν είναι πια το νομοθετικό όργανο που αποφασίζει αλλά το όργανο που απλώς επεξεργάζεται προετοιμασμένο νομοθετικό υλικό είτε από τις Βρυξέλλες είτε από τα επιτελεία του πρωθυπουργού και των υπουργών. Ωστόσο ακόμα και αν οι αρμοδιότητες της Βουλής έχουν απισχναθεί η Βουλή παραμένει χώρος – δυνητικού – ελέγχου ο οποίος δέον να αναδείξει τις επιθυμίες του κυρίαρχου λαού στην περίπτωση που αυτές δεν ικανοποιούνται από την κυβερνητική πλειοψηφία.
*Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.