Στη Θεσσαλία οι γεωτρήσεις δεν βγάζουν πλέον νερό … αλλά αέρα
Τάνια Γεωργιοπούλου – kathimerini.gr
Νερό με το δελτίο μοιράζεται στις περισσότερες αγροτικές περιοχές της χώρας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από τον συνδυασμό λειψυδρίας και ξηρασίας που πλήττει τα παραγωγικά φυτά. Τα δέντρα με ροδάκινα, νεκταρίνια, βερίκοκα και δαμάσκηνα στη Βόρειο Ελλάδα διψούν, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν. «Η ποιότητα των καρπών θα είναι κατώτερη της αναμενομένης», τονίζουν οι παραγωγοί. Θερμοκήπια που είχαν φυτευτεί με κηπευτικά ξεράθηκαν λόγω αδυναμίας ποτίσματος στη Μεσαρά, όπου η παραγωγή έχει σημειώσει σημαντική μείωση.
Την ίδια στιγμή στη Θεσσαλία διαδραματίζεται το θέατρο του παραλόγου – φαινομενικά βέβαια, γιατί επιστημονικά υπάρχουν εξηγήσεις: οι ίδιες περιοχές που υποφέρουν ακόμη από τις συνέπειες των πλημμυρών που έπληξαν την περιοχή τον περασμένο Σεπτέμβριο, αντιμετωπίζουν τώρα σημαντικές ελλείψεις νερού για το πότισμα καλαμποκιών και σιτηρών, βαμβακιού και βιομηχανικής ντομάτας που έχουν φυτευτεί. Μεγάλες περιοχές στην Καρδίτσακαι τη Λάρισα ποτίζονται μέσω των ΤΟΕΒ (Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων) που διαχειρίζονται το νερό από τη λίμνη Πλαστήρα, αφού ο ταμιευτήρας του Σμοκόβου «έχει στερέψει» εδώ και ένα μήνα. «Πολλές γεωτρήσεις δεν βγάζουν πλέον νερό αλλά αέρα», περιγράφουν οι παραγωγοί.
Τη δύσκολη κατάσταση στην Ελλάδα αλλά και όλη τη Μεσόγειοπεριγράφει η έκθεση του Copernicus για τον Ιούλιο 2024.
«Εκτιμήσεις, όχι μετρήσεις»
Ηρθε η ώρα να αλλάξουμε καλλιέργειες; «Ηρθε η ώρα να μάθουμε να διαχειριζόμαστε το νερό που υπάρχει σωστά, όχι μόνο σε περιόδους ξηρασίας αλλά και την περίοδο που υπάρχει. Και ήρθε η ώρα να κάνουμε αξιόπιστες μετρήσεις όσον αφορά το νερό που ξοδεύουμε», ξεκαθαρίζει ο Κώστας Σούλης, διδάκτωρ Γεωπονικών Επιστημών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενα τη Γεωπληροφορική, την Υδρολογία και τη Διαχείριση Υδατικών Πόρων. Ο κ. Σούλης, μέλος της Ερευνητικής Μονάδας GIS του ΓΠΑ, σε συνεργασία με δύο ακόμη επιστήμονες (Εμμανουήλ Ψωμιάδης, Παρασκευή Λόντρα), συνέταξαν μελέτη στο πλαίσιο της αναμόρφωσης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που περιλαμβάνει εκτίμηση των ποσοτήτων νερού που απαιτούνται για τη γεωργία ανά περιοχή στην Ελλάδα. «Ολες οι μελέτες βασίζονται σε εκτιμήσεις και όχι πραγματικές μετρήσεις για τις ποσότητες νερού που χρησιμοποιούνται», τονίζει.
Προσθέτει ότι «ακόμη και οι ΤΟΕΒ που έχουν υδρόμετρα δεν κρατάνε τα στοιχεία της προηγούμενης χρονιάς έτσι ώστε να μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα». Επιπλέον, οι κρατικοί φορείς δεν συνεργάζονται μεταξύ τους όσον αφορά τον διαμοιρασμό δεδομένων. Οπως αναλύεται στη μελέτη, «υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την ύπαρξη αξιόπιστων και πλήρων χρονοσειρών ιστορικών δεδομένων, που να καλύπτουν επαρκώς όλη την έκταση της χώρας. Επίσης, η παροχή τέτοιων δεδομένων από αντίστοιχους φορείς, όπως είναι η ΕΜΥ ή το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, παρουσιάζει πολλά προσκόμματα, με αποτέλεσμα –για παράδειγμα– να μην είναι διαθέσιμα πρόσφατα μετεωρολογικά δεδομένα (μετά το 2004). Θα πρέπει να μελετηθούν τρόποι για την καλύτερη συνεργασία του υπουργείου με τους αντίστοιχους φορείς, ώστε τα κρίσιμα αυτά δεδομένα να είναι άμεσα διαθέσιμα στις υπηρεσίες του».
Η αναλυτική έκθεση του Copernicus για την ξηρασία τον Ιούλιο περιγράφει: «Η Ευρώπη, ειδικά στις περιοχές της Μεσογείου, την ανατολική Ευρώπη και τις χώρες της Βαλτικής, εδώ και δύο χρόνια υποφέρει από ξηρασία. Ταυτόχρονα, θερμοκρασίες που ξεπερνούν τον μέσον όρο για την εποχή για πολλές ημέρες έχουν επηρεάσει την υγρασία του εδάφους και την ανάπτυξη των φυτών. Μεγάλες περιοχές στη λεκάνη της Μεσογείου, ιδιαίτερα στην κεντρική και νότια Ιταλία, τη βορειοδυτική Ισπανία, την Ελλάδα και την κεντροδυτική Τουρκία, βρίσκονται επί του παρόντος σε συνθήκες συναγερμού ξηρασίας και έχουν ήδη επιπτώσεις στην ανάπτυξη της βλάστησης».
«Εχουν μειωθεί οι ώρες άρδευσης για τους παραγωγούς, αλλά και η συχνότητα που επιτρέπεται να ποτίσουν», λέει ο Αθανάσιος Παπάς, γεωπόνος του Συνεταιρισμού Νάουσας. «Τα δέντρα, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών για πολλές ημέρες έχουν υποστεί θερμικό στρες. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο καρπός δεν μπορεί να αναπτυχθεί και δεν έχει το αναμενόμενο μέγεθος. Φέτος λείπουν τα μεγάλα φρούτα», συμπληρώνει. Την ίδια στιγμή η ζήτηση έχει αυξηθεί από τους καταναλωτές, που ακριβώς λόγω των υψηλών θερμοκρασιών «τρώνε περισσότερα φρούτα». Πάντως, παράγοντες της αγοράς στην περιοχή τονίζουν ότι προς το παρόν δεν υπάρχει αύξηση τιμών, τουλάχιστον σε επίπεδο παραγωγού.
Στην άλλη άκρη της χώρας, στην περιοχή της Μεσαράς στην Κρήτη, όπου υπάρχουν πολλά θερμοκήπια με κηπευτικά, ο εκπρόσωπος του ομώνυμου αγροτικού συνεταιρισμού, Αντώνης Κυριακάκης, περιγράφει δραματικές συνθήκες για τους παραγωγούς. «Εχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Πολλά αγροτεμάχια με κηπευτικά, πατάτες, καρπούζια δεν μπορούν να ποτιστούν σωστά και είναι σίγουρο ότι η παραγωγή θα μειωθεί. Πολλά θερμοκήπια δεν φυτεύτηκαν καν ή φυτεύτηκαν και στη συνέχεια ξεράθηκαν γιατί δεν υπήρχε νερό να ποτιστούν». Ο κ. Κυριακάκης αναφέρει ότι η μείωση των ποσοτήτων θα φέρει οπωσδήποτε αύξηση τιμών για τους καταναλωτές.
Την ίδια στιγμή, ο Κώστας Σούλης περιγράφει πόσο η επιστημονική γνώση αλλά και η λογική δεν αξιοποιούνται στην πράξη. «Και όμως, αν έχεις πρόβλημα νερού, οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες είναι μια πολύ καλή λύση. Αν το θερμοκήπιο έχει καλή τεχνολογία μπορείς να μειώσεις κατά πολύ έως και να μηδενίσεις την κατανάλωση νερού». Απαιτείται σωστή διαχείριση όλων των παραμέτρων που αφορούν τόσο τη διαχείριση όσο και την άρδευση. «Το θέμα δεν είναι μόνο πώς ποτίζεις αλλά και πότε θα ποτίσεις ή μάλλον πότε ακριβώς χρειάζεται να ποτίσεις. Νομίζουμε ότι με τη στάγδην άρδευση εξοικονομούμε νερό. Ομως, μπορείς και με τις σταγόνες να πετάς νερό, αν ποτίζεις τη στιγμή που δεν χρειάζεται το φυτό».
Και μετά … λειψυδρία
Στη Θεσσαλία, σε χωράφια που την άνοιξη ήταν ακόμη πλημμυρισμένα και μόλις πρόλαβαν να σπαρθούν, τώρα οι παραγωγοί δεν έχουν νερό για να τα ποτίσουν. «Από την πλημμύρα, ξαφνικά βρεθήκαμε στην ξηρασία», λέει ο Δημήτρης Τσιούρης, πρόεδρος του ΤΟΕΒ Πηνειού. O «Daniel» προκάλεσε πολλές καταστροφές στις υποδομές, οι οποίες ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί. «Εχουμε φτιάξει πρόγραμμα για να φτάσει το νερό μέχρι τέλος Αυγούστου. Κάθε τέσσερις μέρες δίνουμε νερό σε άλλη περιοχή για να μη χάσουν οι παραγωγοί και δεύτερη χρονιά τη σοδειά τους».
«Οι ανάγκες σε νερό έχουν αυξηθεί λόγω της παρατεταμένης περιόδου ανομβρίας, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες. Τα αρδευτικά δίκτυα έχουν πολλά προβλήματα και μεγάλες απώλειες λόγω του ότι είναι ανοιχτά», περιγράφει ο πρόεδρος του ΤΟΕΒ Ταυρωπού Θανάσης Μαρίνος.
Η λύση που προκρίνεται αυτή τη στιγμή είναι περιορισμός της κατανάλωσης και προσευχές για να βρέξει το επόμενο χρονικό διάστημα. Οχι πολύ όμως, γιατί τότε «θα έρθουν πάλι πλημμύρες».
Λόγω της κλιματικής κρίσης, το κλίμα θα γίνει περισσότερο ξηρό και θερμό. Ομως, είναι διαφορετική η έννοια του κλίματος σε σχέση με τον καιρό για τον οποίο η δυνατότητα προγνώσεων είναι περιορισμένη χρονικά. «Το τι θα συμβαίνει χρονιά τη χρονιά δεν το γνωρίζουμε και δεν πρέπει να πηγαίνουμε χρονιά τη χρονιά. Μπορεί να έχουμε δύο χρονιές με αρκετές βροχοπτώσεις, μπορεί να έχουμε και τρίτο χρόνο ξηρασίας. Είμαστε μια χώρα που έχει πρόβλημα όσον αφορά στους υδάτινους πόρους και άρα θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε συνθήκη, να είμαστε σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης. Εμείς όμως ξέρετε τι κάνουμε; Σχεδιάζουμε στα χαρτιά και αρχίζουμε να εφαρμόζουμε μέτρα όταν ήδη τα αποθέματα νερού πλησιάζουν να εξαντληθούν. Αντίθετα, χρειάζεται λελογισμένη κατανάλωση ακόμη και όταν έχουμε νερό». Ο κ. Σούλης παρομοιάζει τη διαχείριση νερού με τη διαχείριση χρημάτων. Αν μόλις λάβεις χρήματα τα ξοδέψεις όλα, μέχρι να ξαναπληρωθείς θα πεινάσεις.
«Πριν να σχεδιάσουμε δραστικές λύσεις, όπως αλλαγές καλλιεργειών, είναι αναγκαίο να διαχειριστούμε σωστά ό,τι υπάρχει και βέβαια πριν απ’ όλα να μετρήσουμε σωστά τι υπάρχει. Σήμερα μετράμε τα στρέμματα που καλλιεργούνται και ανάλογα την καλλιέργεια υπολογίζουμε το νερό που χρησιμοποιείται. Αλλά δεν ξέρουμε πόσο νερό ξοδεύεται στην πραγματικότητα», υπογραμμίζει ο κ. Σούλης.
Για να αποδείξει πόση απόκλιση μπορούν να έχουν οι υπολογισμοί που κάνουμε επί χάρτου, αναφέρει ότι συνεργάζεται με δύο παραγωγούς ακτινιδίων σε διαφορετικές περιοχές. «Στο πλαίσιο των πειραματισμών που κάνουμε, τους έχουμε ζητήσει να ποτίζουν με βάση τη δική τους εκτίμηση, την πείρα τους. Ο ένας ρίχνει διπλάσιες ποσότητες νερού από τον άλλον, κάτι που εκτός από σπατάλη νερού δεν είναι και καλό για την καλλιέργεια».
Είναι παράλογο, αλλά όταν φτιάχνονται ταμιευτήρες δημοπρατούνται ξεχωριστά τα δίκτυα διανομής του νερού. «Πρώτα φτιάχνουμε ένα φράγμα και ύστερα από 10-15 χρόνια το δίκτυο», σημειώνει. «Εχουμε υποδομές αλλά δεν τις συντηρούμε. Τα συστήματα άρδευσης είναι παλιά και πολλές φορές δεν συνεργάζονται σωστά και μεγάλες ποσότητες νερού σπαταλιούνται».
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, δυστυχώς, αλλά πλέον είναι αναγκαίο να μετράμε και να διαχειριζόμαστε το νερό σε κάθε περιοχή «ανάλογα με τη διαθεσιμότητα σε μακρά κλίμακα, ανεξάρτητα την καλλιέργεια», καταλήγει ο κ. Σούλης.