Πρόταση Τσιάρα για προσωρινή αργία στο Α.Δ.Σ στις 09/09/20 για την μέχρι πρότινος Εισαγγελέα Κέρκυρας κ.Τατάκη
Την Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020 στο (Α.Δ.Σ) Ανωτάτο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης εχει τεθεί τεθεί η πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης κ Τσιάρα προς τον Άρειο Πάγο για να τεθεί η μέχρι πρότινος Εισαγγελέας Κέρκυρας κ. Τατάκη σε προσωρινή αργία!!!
Το ΑΔΣ περιλαμβάνει μεταξύ 15 θεμάτων το θέμα της Τατάκη για ψευδή Βεβαίωση.
Με βάση τα οριζόμενα στο νόμο, ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης, ως κύριος υπερασπιστής και προασπιστής του κύρους της Δικαιοσύνης αφού στάθμισε το Δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον της υπηρεσίας και το κύρος του Δικαστικού λειτουργήματος για να αποδώσει την προσήκουσα ηθική μομφή στις πράξεις της κ. Τατάκη πρότεινε στο οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της θέση αυτής σε κατάσταση προσωρινής αργίας.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Νομική Ανάλυση μετα την πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης για να τεθεί σε προσωρινή αργία η Εισαγγελέας Τατάκη.
Στο άρθρο 57 του νόμου 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 95 του ν. 4055/2012 και ισχύει σήμερα, ορίζονται οι περιπτώσεις όπου μπορεί δικαστικός λειτουργός να τεθεί σε αργία (οριστική ή προσωρινή). Ειδικότερα, στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται μεταξύ άλλων ότι «…ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να τεθεί σε προσωρινή αργία, αν ασκήθηκε εναντίον του α) ποινική δίωξη για έγκλημα που αποτελεί κώλυμα διορισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 37…». Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου ορίζεται μεταξύ άλλων ότι «…η θέση σε προσωρινή αργία … γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εκδίδεται ύστερα από πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου…».
Ο νόμος 4055/2012, ο οποίος και τροποποίησε ως ανωτέρω το άρθρο 57 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, αφορά στην δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής και συντάχθηκε προκειμένου να προστατεύσει το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου σε μία δίκαιη και έντιμη δίκη που διεξάγεται δημόσια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, λοιπόν, του νόμου αυτού, διευκρινίζεται ότι «…προκειμένου να τεθεί ο δικαστικός λειτουργός σε κατάσταση προσωρινής αργίας, όταν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου, πρέπει αυτό το μέτρο να επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της υπηρεσίας ή τη διαφύλαξη του κύρους του δικαστικού λειτουργήματος. Έτσι το οικείο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο δεν επιτρέπεται να κρίνει, με μόνη την άσκηση της ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, το ζήτημα της θέσης σε προσωρινή αργία, αλλά πρέπει να σταθμίζει μεταξύ άλλων εννόμων αγαθών … το συμφέρον της υπηρεσίας και το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος. Με τις νέες ρυθμίσεις τα εγκλήματα, για τα οποία η ποινική δίωξη δικαιολογεί τη θέση του δικαστικού λειτουργού σε προσωρινή αργία, περιορίζονται σε εκείνα που αποτελούν κώλυμα διορισμού ορισμένου προσώπου ως δικαστικού λειτουργού. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι το εξαιρετικό διοικητικό μέτρο της θέσης του δικαστικού λειτουργού σε κατάσταση προσωρινής αργίας, που εμπεριέχει από τη φύση του το στοιχείο της έντονης ηθικής μομφής, μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις εκείνων των εγκλημάτων που είναι ιδιαίτερα σοβαρά και σχετίζονται με την κατοχή και άσκηση του δικαστικού αξιώματος…».
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λοιπόν, βασικό κριτήριο για τη θέση σε κατάσταση προσωρινής αργίας του δικαστικού λειτουργού είναι αν τα αδικήματα για τα οποία του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη προσβάλουν και πλήττουν το συμφέρον της υπηρεσίας και το κύρος της δικαιοσύνης. Με τον γνώμονα αυτό και όχι μόνο με βάση την άσκηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, πρέπει να κρίνει τόσο το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο όσο και ο Υπουργός Δικαιοσύνης όταν προτείνει τη θέση ενός δικαστικού λειτουργού σε κατάσταση προσωρινής αργίας. Πρέπει να προάγεται δηλαδή σε κάθε περίπτωση η προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και η προστασία του κύρους της δικαιοσύνης.
Όσον αφορά δε στα αδικήματα τα οποία αποτελούν κώλυμα διορισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 37 του ν. 1756/1988 και κατ’ επέκταση προϋπόθεση για την κρίση περί θέσης ή μη σε κατάσταση προσωρινής αργίας δικαστικού λειτουργού είναι τα αδικήματα που δύνανται να επιφέρουν την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων (παρ. 1γ άρθρου 37 ν. 1756/1988), η οποία πλέον έχει αντικατασταθεί από την ποινή αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων (άρθρο 60 ΠΚ) και τέτοια αδικήματα είναι όσα επιφέρουν την ποινή της κάθειρξης, δηλαδή τα κακουργήματα, καθώς και τα ειδικότερα οριζόμενα αδικήματα που απαριθμούνται στην παρ. 1ε άρθρου 37 ν. 1756/1988, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα αδικήματα της ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 242 ΠΚ), της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) και της παράβασης υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 ΠΚ).
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι ο νόμος αποδίδει στα ειδικότερα αυτά αδικήματα ιδιαίτερη απαξία και για τον λόγο αυτό τα εξειδικεύει και δεν ενδιαφέρει τον νομοθέτη ο χαρακτηρισμός τους ως πλημμελήματα ή κακουργήματα, ούτε και η ποινή που ενδεχομένως να επισύρουν, αν θα είναι δηλαδή φυλάκιση ή κάθειρξη.
*Η Νομική ανάλυση είναι από την Άποψη.gr