Κυβερνούν ως Εκτελεστικά Όργανα Ξένων Κέντρων αντι να υπηρετούν το Δημόσιο Συμφέρον.

Καμουφλαριμένος εξαναγκασμός

Οι σημερινοί κυβερνώντες, φερόμενοι ως υπηρέτες του δημόσιου συμφέροντος, δρουν στην πραγματικότητα ως εκτελεστικά όργανα μιας σκοτεινής εξουσίας που επιχειρεί να εδραιώσει απόλυτο έλεγχο τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα των πολιτών.
Με πρόσχημα την υγειονομική προστασία, προωθούν πολιτικές που οδηγούν σε υποχρεωτικό εμβολιασμό, ενώ στο όνομα της ψηφιακής «προόδου» επιβάλλουν την αριθμοποίηση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης μέσω ηλεκτρονικών ταυτοτήτων και ψηφιακής παρακολούθησης.
Ωστόσο, για να αποφύγουν τις αντιδράσεις και να διατηρήσουν τη δημοκρατική πρόσοψη, παρουσιάζουν αυτές τις επιβολές ως επιλογές. Μας λένε ότι δεν μας εξαναγκάζουν, πως δεν είναι υποχρεωτικά όσα θεσπίζουν, αλλά ότι εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε «ελεύθερα» να συμμορφωθούμε.
Μια προσεκτική ματιά όμως αποκαλύπτει ότι η «ελευθερία» αυτή είναι καθαρά εικονική: πίσω από κάθε επιλογή κρύβεται ο φόβος της τιμωρίας, του αποκλεισμού, της κοινωνικής και οικονομικής απομόνωσης.
Πρόκειται για έναν επιτήδειο μηχανισμό ψυχολογικού εξαναγκασμού, όπου η ελεύθερη βούληση ακυρώνεται από την ίδια τη δομή των συνεπειών.
Η τακτική είναι ξεκάθαρη: η υποχρεωτικότητα δεν επιβάλλεται με στρατιωτικές μπότες, αλλά με χαμόγελα, τεχνοκρατικούς όρους και νομικά παραθυράκια.
Έτσι, μια νέα μορφή δικτατορίας – τόσο υγειονομικής όσο και ηλεκτρονικής – οικοδομείται σταδιακά, μεταμφιεσμένη σε «φροντίδα», «καινοτομία» και «ασφάλεια».
 Και όσοι τολμούν να την αμφισβητήσουν, στιγματίζονται ως γραφικοί, επικίνδυνοι ή «αντιδραστικοί».
Σε αυτό το πλαίσιο, η «οικειοθελής συμμόρφωση» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εύσχημο προσωπείο της επιβολής. Μια νέα μορφή καταστολής, όπου ο πολίτης πείθεται – ή μάλλον αναγκάζεται να πειστεί – ότι το να παραδώσει ελευθερίες του είναι δήθεν δική του επιλογή.
Από την εποχή του υποχρεωτικού εμβολιασμού μέχρι τη σημερινή προώθηση της καθολικής αριθμοποίησης, το μοτίβο παραμένει το ίδιο: εξαναγκασμός καμουφλαρισμένος ως επιλογή.
Τώρα, το κράτος επανέρχεται με τον λεγόμενο «Προσωπικό Αριθμό», έναν μοναδικό ψηφιακό κωδικό που θα συνοδεύει κάθε πολίτη ισόβια.
Είναι νομικά υποχρεωτικός, αλλά παρουσιάζεται ως κάτι που παίρνουμε… εθελοντικά, απλώς και μόνο επειδή επιτρέπεται στον πολίτη να διαλέξει τα δύο πρώτα ψηφία.
Αυτή η γελοία λεπτομέρεια σερβίρεται ως απόδειξη ελευθερίας, λες και η δυνατότητα να επιλέγεις τα αρχικά νούμερα στον αριθμό σου αναιρεί το γεγονός ότι σου επιβάλλεται η ύπαρξή του.
Η προσβολή στη νοημοσύνη είναι κραυγαλέα. Θυμίζει τις μέρες της υγειονομικής αυθαιρεσίας, όταν το κράτος μας απειλούσε με πρόστιμα για τον μη εμβολιασμό, αλλά επέμενε ότι «δεν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός» — επειδή, αν υπέκυπτες, δεν θα πλήρωνες.
Το επιχείρημα ήταν παράλογο, αλλά χρησιμοποιήθηκε μαζικά, με στόχο να σπάσει την αντίσταση μέσω μιας στρεβλής αίσθησης επιλογής.
Όσοι πολίτες δεν έχουν διαγράψει από τη μνήμη τους την ψυχολογική πίεση, τη στοχοποίηση και τον διοικητικό καταναγκασμό εκείνης της περιόδου, δεν μπορούν να μην δουν την ομοιότητα.
Το μοτίβο του ψευδοεθελοντισμού είναι πια παγιωμένο εργαλείο: σε αναγκάζουν να συμμορφωθείς, αλλά σε πείθουν ότι το έκανες «κατά βούληση». Και όσο περισσότερο γελοιοποιείται η έννοια της ελευθερίας, τόσο πιο θορυβώδης γίνεται η σιωπή των υπνωτισμένων.
Δεν είναι απλώς μια πολιτική επιλογή — είναι μια στρατηγική διαχείρισης πληθυσμών που βασίζεται στον φόβο, την ενοχή και την εξαπάτηση. Η απορία δεν είναι πλέον «πώς τολμούν;», αλλά «για πόσο ακόμα θα τους αφήνουμε να παίζουν με τη λογική μας;».
Την Κυριακή 27 Απριλίου 2025, ο γενικός γραμματέας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημοσθένης Αναγνωστόπουλος εμφανίστηκε στην πρωινή εκπομπή «Καλημέρα» του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για να κάνει το αδιανόητο: να σερβίρει τον υποχρεωτικό Προσωπικό Αριθμό ως προϊόν ελεύθερης βούλησης, σε μια ακόμα θεαματική επίδειξη διαστρέβλωσης της λογικής.
Ακολουθώντας πιστά τη γραμμή της οργουελικής κυβέρνησης της Νέας Δικτατορίας, δεν δίστασε να προσφέρει το εξής επιχείρημα, με χαμόγελο: «Τα δύο πρώτα ψηφία τα επιλέγει ο πολίτης. Το τρίτο προκύπτει αυτόματα. Άρα είναι πραγματικά δικός σου ο αριθμός, γιατί εσύ τον διάλεξες».
Η δήλωση αυτή δεν είναι απλώς παραπλανητική – είναι προσβλητική. Αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την προσπάθεια αποχαύνωσης του κοινού μέσω τεχνοκρατικής σοφιστείας και ψευτολογικών ακροβασιών.
Με άλλα λόγια: ο αριθμός είναι υποχρεωτικός, αλλά επειδή σε άφησαν να διαλέξεις μερικά ψηφία του, είναι… δική σου επιλογή. Αυτό είναι το νέο αφήγημα που προσπαθούν να μας περάσουν ως «σεβασμό στην ελευθερία».
Το ίδιο έργο παίχτηκε και στη φάση του υποχρεωτικού εμβολιασμού: θυμόμαστε τις τότε δηλώσεις πως «το πρόστιμο δεν είναι υποχρεωτικό, αφού μπορείς να το αποφύγεις εμβολιαζόμενος».
Η λογική της ψευδούς επιλογής αναπαράγεται ξανά και ξανά: κατασκευάζουν ένα δίπολο όπου η μία επιλογή είναι τιμωρία και η άλλη «εθελοντική» συμμόρφωση, για να μπορούν να ισχυρίζονται ότι όλα γίνονται με συγκατάθεση.
Η απλή πραγματικότητα, όμως, δεν μπορεί να συγκαλυφθεί από επικοινωνιακές πιρουέτες: ο Προσωπικός Αριθμός είναι νόμιμα υποχρεωτικός.
Η επιλογή δύο ψηφίων δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά δόλωμα για να καμουφλαριστεί η καθολική επιβολή ενός συστήματος απόλυτης ταυτοποίησης και παρακολούθησης. Είναι ένα ακόμα βήμα προς τη μετατροπή των πολιτών σε αριθμούς, και της δημοκρατίας σε τεχνοκρατικό καθεστώς ελέγχου.
Αν κάτι αποκαλύπτει αυτή η δήλωση, είναι πόσο μακριά είναι διατεθειμένοι να φτάσουν για να μας πείσουν ότι ο εξαναγκασμός είναι ελευθερία και η υποταγή προσωπική επιλογή. Και πόσο λίγη εκτίμηση έχουν, τελικά, για την αντίληψή μας.
Όσοι πολίτες δεν έχουν ξεχάσει το σοκ, την πίεση και τις παραβιάσεις που υπέστησαν κατά την περίοδο της υγειονομικής δικτατορίας, θα θυμούνται καλά τη διαστροφή της λογικής που επιχειρήθηκε τότε — όπως και τώρα.
 Οι ίδιοι μηχανισμοί εξουσίας που επέβαλαν πρόστιμα στους ανεμβολίαστους ισχυρίζονταν, με ύφος επιστημονικό και νομικά στρωμένο, ότι τα πρόστιμα δεν ήταν υποχρεωτικά. Γιατί; Επειδή μπορούσες να τα αποφύγεις… αν εμβολιαζόσουν. Δηλαδή, δεν σε τιμωρούσαν· απλώς σου πρόσφεραν μια “επιλογή” ανάμεσα στην υποταγή και στην τιμωρία.
Αν πάρουμε σοβαρά αυτή την εξωφρενική λογική, τότε κάθε ληστής που βγάζει όπλο και φωνάζει «τα λεφτά σου ή τη ζωή σου» δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για έγκλημα. Ο περαστικός, θα λέγαμε, του έδωσε τα χρήματα «οικειοθελώς», άρα κανένας εξαναγκασμός δεν υπήρξε, σωστά;
Το γεγονός ότι η επιλογή γίνεται κάτω από απειλή ζωής — ή στην περίπτωση του προστίμου, κάτω από τον φόβο οικονομικής και κοινωνικής εξόντωσης — απλώς παραβλέπεται.
Η ίδια διεστραμμένη λογική μπορεί να εφαρμοστεί και στο έγκλημα του βιασμού: αν το θύμα δεν αντιστάθηκε ενεργά, τότε μήπως συναινούσε; Είναι άραγε αυτός ο δρόμος που μας δείχνουν με την επίμονη εξομάλυνση της καταναγκαστικής «συναίνεσης»;
Αν δεχτούμε αυτό το επιχείρημα, τότε κάθε επίδοξος βιαστής θα μπορεί να απολογηθεί λέγοντας: «Μα δεν την ανάγκασα — απλώς της έδωσα την επιλογή να ενδώσει». Πρόκειται για φρικαλέα ηθική και λογική διολίσθηση.
Το κράτος δεν επιβάλλει με τη βία, αλλά μέσω της τεχνικής του “επιλέγεις αλλιώς τιμωρείσαι”. Μια ελεγχόμενη «ελευθερία», όπου η μόνη πραγματική επιλογή είναι η συμμόρφωση.
Το να βαφτίζεις τον εκβιασμό ως “δικαίωμα επιλογής” δεν είναι απλώς εμπαιγμός· είναι κοινωνική μηχανική. Και όσοι δεν το βλέπουν ή το αποδέχονται, παύουν σταδιακά να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στην εξουσία και την αυθαιρεσία.
Το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα σε κάθε υπόθεση εξαναγκασμού δεν είναι αν το θύμα είχε κάποια υποτιθέμενη “εναλλακτική”, όπως το να παραδώσει χρήματα ή το σώμα του για να γλιτώσει το κακό που το απειλεί. Το ουσιώδες είναι αν ο απειλών είχε ποτέ το παραμικρό δικαίωμα να ζητήσει κάτι τέτοιο από το πρόσωπο που στοχεύει.
Όταν τέτοιο δικαίωμα δεν υπάρχει — και σε κάθε περίπτωση εκβιαστικής επιβολής δεν υπάρχει — τότε η «επιλογή» του απειλούμενου δεν είναι τίποτα άλλο παρά ψυχολογικός εξαναγκασμός. Μια επίφαση συναίνεσης, που γεννιέται μέσα από την πίεση της απειλής. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συμμόρφωση του θύματος δεν νομιμοποιεί την πράξη· αντίθετα, αποδεικνύει τη βία της.
Αυτό το νομικό και ηθικό θεμέλιο καταρρίπτει κάθε προσπάθεια των μηχανισμών εξουσίας να βαφτίσουν τον εκβιασμό ως ελευθερία επιλογής.
Όταν το κράτος σε απειλεί — έμμεσα ή άμεσα — ότι αν δεν συμμορφωθείς θα υποστείς συνέπειες (πρόστιμα, αποκλεισμούς, αφαίρεση δικαιωμάτων), τότε δεν έχει κανένα δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι η πράξη σου είναι οικειοθελής.
Γιατί αυτό που παρουσιάζεται ως «εναλλακτική», είναι προϊόν καθαρής πίεσης.
Η συμμόρφωση, όταν προκύπτει ως αντίδραση σε μια παράνομη ή αθέμιτη απαίτηση, δεν έχει καμία απολύτως ηθική ή νομική ισχύ. Δεν εξαγνίζει τον δράστη — είτε είναι ληστής, είτε βιαστής, είτε θεσμικός εκπρόσωπος της εξουσίας.
 Ο κοινός παρονομαστής είναι ο ίδιος: απειλή, φόβος και παραίτηση από τη βούληση. Κι αυτό δεν λέγεται ελευθερία· λέγεται καταναγκασμός.
Τώρα μας λένε πως ο Προσωπικός Αριθμός, αν και νομικά υποχρεωτικός, υποτίθεται ότι λαμβάνεται… οικειοθελώς. Και το επιχείρημα; Ο πολίτης επιλέγει τα δύο πρώτα ψηφία. Αυτό και μόνο, λένε, τον καθιστά «δικό του». Μια σταγόνα ελευθερίας μέσα σε μια θάλασσα καταναγκασμού, που πλασάρεται ως απόδειξη συναίνεσης.
Αλήθεια, για πόσο ηλίθιους μας περνάνε; Πόσο μακριά νομίζουν ότι μπορούν να τραβήξουν το σκοινί της κοροϊδίας πριν σπάσει; Πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι απευθύνονται σε βρεφοποιημένους πολίτες, αποκομμένους από κάθε επαφή με τη λογική και την πραγματικότητα;
Αν ένας πολίτης, υπό τον φόβο του αποκλεισμού από κρίσιμες υπηρεσίες του Δημοσίου — Υγεία, Παιδεία, Πρόνοια, Φορολογία — σπεύσει να παραλάβει τον Προσωπικό του Αριθμό, τότε κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή ήταν πράξη ελεύθερης βούλησης.
Όχι, δεν τον πήρε επειδή ήθελε· τον πήρε επειδή δεν είχε την πολυτέλεια να αρνηθεί. Η «συναίνεση» αυτή είναι τεχνικά και ηθικά άκυρη.
Η ελεύθερη επιλογή προϋποθέτει καθαρή συνείδηση, γνώση των συνεπειών και απουσία πίεσης. Δεν γίνεται να μιλάμε για συναίνεση όταν ο πολίτης καλείται να «επιλέξει» μέσα από ψευτοδιλήμματα, ενώ στην πραγματικότητα εκβιάζεται — άλλοτε ωμά, άλλοτε με τη γλώσσα της τεχνοκρατίας.
 Στην νομική θεωρία, μια τέτοια πράξη θα θεωρούνταν άκυρη αν είχε γίνει υπό πλάνη, απάτη ή απειλή. Και εδώ, όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν: παραπληροφόρηση, εξαναγκασμός, ψυχολογική πίεση.
Η εξουσία γνωρίζει καλά ότι δεν χρειάζεται πάντα να επιβάλλει κάτι με ρόπαλο. Αρκεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε ο πολίτης να το ζητήσει μόνος του, φοβούμενος το κόστος της άρνησης.
Και αυτό ακριβώς επιχειρείται με τον Προσωπικό Αριθμό. 
Ένα εργαλείο ελέγχου, τυλιγμένο σε περιτύλιγμα «εξατομίκευσης» και «εθελοντισμού», που στην πραγματικότητα επιβάλλεται με την πιο ύπουλη μορφή πίεσης: αυτήν που σε κάνει να νομίζεις πως αποφάσισες μόνος σου.
Όταν ο πολίτης σπεύδει να επιλέξει τα δύο πρώτα ψηφία του υποχρεωτικού Προσωπικού Αριθμού, όχι επειδή το θέλει, αλλά επειδή φοβάται τις συνέπειες της άρνησής του — τον αποκλεισμό από δημόσιες υπηρεσίες, την περιθωριοποίηση, τον κοινωνικό εκτροχιασμό — τότε αυτή η πράξη δεν είναι πράξη βούλησης.
Είναι προϊόν εξαναγκασμού. Είναι το ίδιο μοτίβο πίεσης που είχε χρησιμοποιηθεί και με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό: δεν σου έλεγαν «σε αναγκάζουμε», σου έλεγαν «αν δεν το κάνεις, θα πληρώνεις κάθε μήνα 100 ευρώ» ή «θα χάσεις τη δουλειά σου».
Ακόμα πιο ωμά και ανελέητα εφαρμόστηκε αυτή η στρατηγική στους υγειονομικούς. Εκβιάστηκαν να εμβολιαστούν με το δίλημμα: ή συμμορφώνεσαι ή απολύεσαι — και μαζί μ’ εσένα μένουν χωρίς στήριξη τα παιδιά σου, η οικογένειά σου, οι γονείς σου. Αυτή δεν ήταν επιλογή. Ήταν ψυχολογική βία μεταμφιεσμένη σε υγειονομική πολιτική.
Όλα αυτά οδηγούν σε ένα βαθύτερο, υπαρξιακό διακύβευμα: την κατάργηση του αυτεξουσίου. Της ελευθερίας δηλαδή του ανθρώπου να αποφασίζει για τον εαυτό του χωρίς απειλές, χωρίς εκβιασμούς, χωρίς να χειραγωγείται.
Αυτό το αυτεξούσιο, που αποτελεί θεμέλιο κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας και που, κατά την πίστη πολλών, είναι το ιερότερο δώρο του Δημιουργού προς τον άνθρωπο — αυτό ακριβώς επιχειρεί να σβήσει το σύγχρονο καθεστώς ελέγχου.
Από τον Κήπο της Εδέμ μέχρι σήμερα, το δαιμονικό σχέδιο είναι το ίδιο: η αντικατάσταση της ελευθερίας με τον φόβο, της συνείδησης με την υπακοή, της προσωπικής βούλησης με την αριθμητική καταγραφή.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον με κατεπείγουσα ένταση είναι το εξής: θα συνεχίσουμε να δεχόμαστε αυτόν τον εκβιασμό, βαφτισμένο ως επιλογή; Ή θα διεκδικήσουμε ξανά το αυτεξούσιο που μας ανήκει — όχι ως χάρη, αλλά ως δικαίωμα και χρέος απέναντι στην ανθρώπινη μας φύση;
Σε κάθε φάση της σύγχρονης επιβολής — είτε υπό το πρόσχημα της υγειονομικής ανάγκης είτε με τη μάσκα της ψηφιακής προόδου — οι μηχανισμοί εξουσίας ακολουθούν την ίδια σκοτεινή μέθοδο: σε εξαναγκάζουν, ενώ ταυτόχρονα επιμένουν πως δεν σε εξαναγκάζουν.
Παρουσιάζουν ως «εθελοντική» τη συμμόρφωση σε διατάγματα που είναι νομικά, κοινωνικά και πρακτικά υποχρεωτικά. Εμβόλια με πρόστιμα, ψηφιακές ταυτότητες με απειλή αποκλεισμού. Δεν σου λένε «θα κάνεις αυτό», σου λένε «αν δεν το κάνεις, θα υποστείς συνέπειες». Και έτσι βαφτίζουν την πίεση «ελεύθερη επιλογή».
Πρόκειται για το πιο ύπουλο τέχνασμα που έχει στη διάθεσή της η εξουσία — ή, αν το δούμε με πνευματικούς όρους, είναι η ίδια η μέθοδος του εωσφόρου: να μην σε πολεμά κατά μέτωπο, αλλά να σε μπερδεύει, να σου κλέβει το αυτεξούσιο με ταχυδακτυλουργική πειθώ. Να σε πείθει πως εσύ το επέλεξες, ενώ σου είχε στερήσει κάθε πραγματική επιλογή.
Αυτό δεν είναι απλώς πολιτικός σχεδιασμός· είναι πνευματική διαστρέβλωση. Όταν σου υποκλέπτουν το αυτεξούσιο — το πιο θεμελιώδες και ιερό στοιχείο της ύπαρξής σου — δεν σε καταπιέζουν μόνο ως πολίτη, αλλά σε προσβάλλουν ως άνθρωπο. Σε ξεγυμνώνουν από την ικανότητα να πεις «όχι» και να το εννοείς χωρίς να πληρώσεις τίμημα.
Καλώς ήρθαμε, λοιπόν, στην τρίτη δεκαετία του 21ου (απατ)αιώνα, όπου η πιο εξελιγμένη μορφή εξαναγκασμού δεν είναι το ραβδί αλλά το χαμόγελο, όχι η εντολή αλλά το δίλημμα. Και όπου η ελευθερία δεν σου αφαιρείται — σου πλασάρεται τόσο διαστρεβλωμένη, που παύεις να την αναγνωρίζεις.

Δείτε περισσότερα

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button