Η Ουάσιγκτον ανέστησε την απειλή του πυρηνικού Αρμαγεδδώνα
Paul Craig Roberts
January 19, 2023
Ως συμμετέχων στον Ψυχρό Πόλεμο του 20ου αιώνα, μπορώ να σας πω ότι η κρίση των πυραύλων της Κούβας είχε ως αποτέλεσμα να πειστούν οι ηγέτες των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ότι έπρεπε να δημιουργηθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων προκειμένου να επιλυθούν οι διαφορές και να αποτραπεί επανεμφάνιση εντάσεων στο επίπεδο της κουβανικής πυραυλικής κρίσης.
Ο Πρόεδρος Paul Craig Roberts και ο σοβιετικός ηγέτης Nikita Khrushchev συνεργάστηκαν ανεξάρτητα από τις στρατιωτικές/ασφαλείας γραφειοκρατίες τους για να επιλύσουν το ζήτημα. Και οι δύο πλήρωσαν ένα τίμημα. Ο Πρόεδρος Kennedy δολοφονήθηκε από τη CIA και τους αρχηγούς των επιτελείων που ήταν αποφασισμένοι να μην χάσουν τον σοβιετικό εχθρό που δικαιολογούσε τη δύναμη και τους προϋπολογισμούς τους. Ο Khrushchev απομακρύνθηκε από την εξουσία από τους σκληροπυρηνικούς του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι οποίοι υποψιάζονταν ότι συμβιβάζονταν με τον καπιταλιστικό εχθρό.
Αφού ο Πρόεδρος Johnson αυτοκαταστράφηκε στον πόλεμο του συγκροτήματος στρατιωτικών και ασφαλείας στο Βιετνάμ, ο Πρόεδρος Nixon ανανέωσε την πολιτική μείωσης της έντασης του Προέδρου Kennedy. Ακολούθησαν οι συνομιλίες για τους περιορισμούς των στρατηγικών όπλων (SALT) και οι συμφωνίες περιορισμού των όπλων. Ο Πρόεδρος Nixon τις ολοκλήρωσε με το να ανοιχτεί στην Κίνα και αντικαθιστώντας αυτή την τεταμένη σχέση με την πολιτική της «μίας Κίνας». Αυτό ήταν και πάλι υπερβολικό για το σύμπλεγμα στρατού/ασφάλειας των ΗΠΑ και ενορχήστρωσαν με την Washington Post το σκάνδαλο «Watergate» για να τον απομακρύνουν από το αξίωμα.
Ο Πρόεδρος Carter προσπάθησε να συνεχίσει να χτίζει γέφυρες. Υπέγραψε τη συμφωνία SALT II που είχε ξεκινήσει ο Nixon, αλλά ο Carter ήταν υπερβολικά απασχολημένος με το Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Η κατάσταση περίμενε τον Πρόεδρο Reagan για να φέρει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Πρόεδρος Reagan ήταν ένας ψυχρός αγωνιστής που ήθελε να το τελειώσει. Μισούσε αυτό που αποκαλούσε «αυτά τα φρικτά πυρηνικά όπλα». Σκέφτηκε ότι ήταν τρομερό που ο κόσμος συνέχιζε να ζει υπό την απειλή ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Ο Πρόεδρος Reagan ήταν πεπεισμένος ότι η σοβιετική οικονομία είχε καταρρεύσει και δεν μπορούσε να διορθωθεί, ενώ η σωστή πολιτική θα μπορούσε να διορθώσει την οικονομία των ΗΠΑ. Μόλις διορθωνόταν η οικονομία των ΗΠΑ, θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στη σοβιετική ηγεσία να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απειλώντας μια κούρσα εξοπλισμών που η κατεστραμμένη σοβιετική οικονομία δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει.
Το πρόβλημα ήταν ο στασιμοπληθωρισμός και η λύση ήταν το νομοσχέδιο Kemp-Roth που είχα συντάξει και εξηγήσει στη Βουλή και τη Γερουσία. Η Ρεπουμπλικανική μειοψηφία στην Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής το υποστήριξε. Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Russell Long, Πρόεδρος της Οικονομικής Επιτροπής της Γερουσίας το υποστήριξε όπως και ο Δημοκρατικός Πρόεδρος της Μικτής Οικονομικής Επιτροπής Lloyd Bentsen και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής στην Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας Sam Nunn. Το υποστήριξαν δραστήριοι νέοι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές όπως ο Orrin Hatch και ο S.I. Hayakawa. Ο Reagan το αποδέχτηκε, έκανε καμπάνια γι’ αυτό και με διόρισε στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ για να βγάλω το νομοσχέδιο από τη διακυβέρνησή του, ώστε το Κογκρέσο να μπορέσει να το ψηφίσει.
Αντιμέτωπη με έναν ακόμη πρόεδρο αποφασισμένο να τερματίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, η CIA είπε στον Πρόεδρο Reagan ότι δεν πρέπει να ανανεώσει την κούρσα των εξοπλισμών, γιατί οι Σοβιετικοί θα νικούσαν. Το σκεπτικό της CIA ήταν ότι η σοβιετική οικονομία ήταν σχεδιασμένη και έτσι η σοβιετική ηγεσία μπορούσε να διαθέσει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των πόρων της κοινωνίας στον στρατό από ό,τι ο Reagan.
Για να αντιμετωπίσει τη CIA, ο Reagan δημιούργησε μια μυστική επιτροπή για να εξετάσει την υπόθεση της CIA. Με έβαλε επικεφαλής. Το συμπέρασμα της επιτροπής ήταν ότι η θέση της CIA βασιζόταν στη δύναμη και στην καρέκλα της που εξασφάλιζε η συνέχιση του Ψυχρού Πολέμου.
Η επαναπροσέγγιση Reagan/Gorbachev διατηρήθηκε από κοινού στην κυβέρνηση του George H.W. Bush. Ο Πρόεδρος Bush (πρεσβύτερος) και ο υπουργός Εξωτερικών James Baker υποσχέθηκαν στον Gorbachev ότι δεν θα υπήρχε μετακίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά εάν συμφωνούσε στην επανένωση της Γερμανίας.
Ορισμένοι Αμερικανοί συντηρητικοί παρερμηνεύουν την πολιτική του Προέδρου Reagan ως εχθρική κατά της Ρωσίας που έχει σχεδιαστεί για να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Reagan μας είπε ότι στόχος δεν ήταν να κερδίσουμε τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά να τον τερματίσουμε. Η σοβιετική κατάρρευση ήταν το αποτέλεσμα των σκληροπυρηνικών μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος, που ενοχλήθηκαν από την ταχεία απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης από τον Gorbachev, υποχρεώνοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό, θέτοντας έτσι σε κίνηση τα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάρρευση της σοβιετικής κυβέρνησης. Αυτό ήταν έκπληξη τόσο για την Ουάσιγκτον όσο και για τη Μόσχα.
Το θέμα αυτής της σύντομης ιστορίας είναι να αντιπαραβάλει τις προσπάθειες των Αμερικανών προέδρων να μειώσουν τις εντάσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου του 20ου αιώνα με τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον στον 21ο αιώνα να αναιρέσει αυτό το επίτευγμα και να ανυψώσει τις εντάσεις στο σημερινό υψηλό αποκορύφωμά τους.
Αυτήν την καταστροφή την οφείλουμε στους νεοσυντηρητικούς. Οι νεοσυντηρητικοί ήταν υπεύθυνοι για το Iran-Contra και απολύθηκαν και διώχθηκαν από τον Πρόεδρο Reagan. Έλαβαν χάρη από τον διάδοχο του Reagan, τον Πρόεδρο George H.W. Bush και κατέληξαν σε συντηρητικές τάξεις και σε θέσεις πολιτικής στην κυβέρνηση. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, βγήκαν με το Δόγμα Wolfowitz, μια διακήρυξη της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον κόσμο ως τον κύριο στόχο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Μια πρώιμη εκδήλωση νεοσυντηρητικής προδοσίας ήταν στις 12 Μαρτίου 1999, όταν το καθεστώς Clinton επέκτεινε το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά για να ενσωματώσει την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία και την Πολωνία στο ΝΑΤΟ κατά παράβαση της υπόσχεσης που δόθηκε στον Gorbachev από τον Πρόεδρο George H.W. Bush και τον Υπουργό Εξωτερικών James Baker. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία του νεοσύστατου ρωσικού κράτους ότι ο λόγος της αμερικανικής κυβέρνησης δεν σημαίνει τίποτα.
Προβλήθηκε ένα ψευδές επιχείρημα ότι δεν είχε δοθεί τέτοια δέσμευση ή εάν είχε, δεν μετρούσε επειδή δεν ήταν γραπτώς. Γνωρίζω ότι η υπόσχεση δόθηκε, και όχι μόνο από την Ουάσιγκτον αλλά και από το ίδιο το ΝΑΤΟ. Δείτε εδώ.
Τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 1999 ακολούθησαν το 2004 η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία. Το 2009 προστέθηκαν η Αλβανία και η Κροατία, το 2017 το Μαυροβούνιο και το 2020 η Βόρεια Μακεδονία.
Οι αναγνώστες πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πήρε αυτό που ήταν πρώην Σοβιετική Αυτοκρατορία και το μετέτρεψε σε αυτοκρατορία της Ουάσιγκτον. Η Ουάσιγκτον απέδειξε ότι οι Σοβιετικοί κομμουνιστές σκληροπυρηνικοί είχαν δίκιο ότι είναι λάθος να εμπιστεύεσαι τη Δύση.
Δώδεκα ημέρες αφότου έβαλε τους Τσέχους, τους Ούγγρους και τους Πολωνούς στο ΝΑΤΟ, χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε μια τρίμηνη εκστρατεία βομβαρδισμού κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, που οδήγησε στη διάλυση της χώρας.
Το 2001 το νεοσυντηρητικό καθεστώς του Προέδρου George W. Bush απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συνθήκη ABM, τον ακρογωνιαίο λίθο των συμφωνιών ελέγχου και μείωσης των εξοπλισμών που επιτεύχθηκε τον 20ό αιώνα. Η αποχώρηση της Ουάσιγκτον είχε επίσης ως αποτέλεσμα την ακύρωση του START II, επειδή η συμφωνία της Ρωσίας για το START II ήταν υπό τον όρο της παραμονής των ΗΠΑ στη συνθήκη ABM.
Ακολούθησαν οι περαιτέρω προσθήκες στο ΝΑΤΟ που περιγράφηκαν παραπάνω.
Το 2007 η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι πυραύλους με πυρηνική ικανότητα θα τοποθετούνταν στην Πολωνία στα σύνορα της Ρωσίας. Διατυπώθηκε ο κατάφωρα ψευδής ισχυρισμός ότι αυτά ήταν ένα αμυντικό σύστημα ενάντια σε μια ιρανική επίθεση στην Ευρώπη. Ένας τέτοιος ισχυρισμός εκτός από το ότι τους ανησυχούσε πρέπει να διασκέδασε το Κρεμλίνο.
Το 2008 ένας αμερικανικός εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος γεωργιανός στρατός (επαρχία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) εισέβαλε στη Νότια Οσετία και σκότωσε Ρώσους της ειρηνευτικής δύναμης. Ο ρωσικός στρατός μπήκε στη σύγκρουση, νίκησε γρήγορα τον γεωργιανό στρατό και αποχώρησε, διαψεύδοντας τον ισχυρισμό ότι ο Πούτιν σκόπευε να αποκαταστήσει τη σοβιετική αυτοκρατορία. Η Ουάσιγκτον και τα πορνομίντιά της παρερμήνευσαν τη σύγκρουση, όπως έκαναν με την ουκρανική, ως ρωσική εισβολή στη Γεωργία.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ:https://www.seferou-maria.gr
Μετάφραση από τη Μαρία Σεφέρου