Η φον ντερ Λάιεν έχασε την υπόθεση για τα εμβόλια Covid-19 στο ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ
Το Ανώτατο Δικαστήριο της ΕΕ καταδίκασε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τις αγορές των πειραματικών ενέσεων πειραματικής θανατηφόρας τεχνολογίας C o v i d- 1 9
Η υποψηφιότητα της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για μια δεύτερη θητεία ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέστη σοβαρό πλήγμα, αφού κορυφαίο δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι δεν ήταν αρκετά διαφανής με το κοινό σχετικά με τις συμβάσεις για τα εμβόλια Covid-19.
Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ καταψήφισε την απόφαση της Επιτροπής να επεξεργαστεί μεγάλα τμήματα των συμβάσεων πριν τα προσκομίσει.
Η απόφαση ελήφθη λίγο περισσότερο από 24 ώρες πριν το πολιτικό μέλλον της φον ντερ Λάιεν αποφασιστεί από τους ευρωβουλευτές. Χρειάζεται να την υποστηρίξουν 361 από τους 720 νομοθέτες της ΕΕ σε μια μυστική ψηφοφορία που αναμένεται να είναι κλειστή.
Μία από τις ομάδες από τις οποίες η φον ντερ Λάιεν ζητά υποστήριξη είναι οι Πράσινοι, μέλη των οποίων έφεραν αυτή τη δικαστική υπόθεση για το εμβόλιο.
Η υπόθεση προωθήθηκε από μια ομάδα ευρωβουλευτών των Πρασίνων, οι οποίοι κατέθεσαν αιτήσεις για να αποκτήσουν πρόσβαση σε συμβάσεις εμβολίων και ορισμένα σχετικά έγγραφα, προκειμένου να κατανοήσουν τη συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και των κατασκευαστών εμβολίων Covid-19 για το 2021.
Η Επιτροπή συμφώνησε να δώσει μόνο μερική πρόσβαση σε ορισμένες συμβάσεις, υποστηρίζοντας ότι ορισμένα τμήματα είχαν διαγραφεί για την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ή για θέματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Μετά την άρνηση οι ευρωβουλευτές προσέφυγαν στη δικαιοσύνη κατά της Επιτροπής.
Την Τετάρτη, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής να επεξεργαστεί τμήματα των συμφωνιών περιέχει «παρατυπίες». Διαπίστωσε ότι η Επιτροπή «δεν απέδειξε ότι η ευρύτερη πρόσβαση στις εν λόγω ρήτρες θα υπονόμευε πράγματι τα εμπορικά συμφέροντα των εν λόγω επιχειρήσεων».
Το δικαστήριο τάχθηκε κατά της απόφασης της Επιτροπής να αποκρύψει τις διατάξεις περί αποζημίωσης, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε πώς οι ρήτρες αυτές θα υπονόμευαν τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Η Επιτροπή είχε επίσης αρνηθεί να αποκαλύψει τα προσωπικά στοιχεία των υπαλλήλων που διαπραγματεύτηκαν την αγορά των εμβολίων λόγω ανησυχιών για την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ευρωβουλευτές απέδειξαν το «δημόσιο συμφέρον» να εντοπιστεί η εν λόγω ομάδα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είχαν τυχόν σύγκρουση συμφερόντων.
Απόφαση σημαντική για το μέλλον
Η Tilly Metz, μία από τους ευρωβουλευτές των Πρασίνων που κατέθεσαν την αγωγή, δήλωσε ότι η απόφαση είναι «σημαντική για το μέλλον», καθώς η Επιτροπή αναμένεται να εκτελέσει περισσότερες κοινές προμήθειες – στην υγεία, αλλά ενδεχομένως και στην άμυνα.
«Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το δικαστήριο επιβεβαίωσε τη σημασία της κατάλληλης αιτιολόγησης για την προστασία των εμπορικών συμφερόντων», ανέφερε σε δήλωσή της.
«Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει τώρα να προσαρμόσει τον χειρισμό των αιτήσεων πρόσβασης σε έγγραφα ώστε να είναι σύμφωνη με τη σημερινή απόφαση», πρόσθεσε.
Η Επιτροπή επεσήμανε ότι το δικαστήριο συμφώνησε ότι ορισμένες ρήτρες των συμβάσεων καλύπτονται από την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, κάνοντας μόνο εν μέρει δεκτή την αγωγή.
«Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Επιτροπή έπρεπε να επιτύχει μια δύσκολη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωβουλευτών, στην πληροφόρηση, και των νομικών απαιτήσεων που απορρέουν από τις ίδιες τις συμβάσεις COVID-19, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αξιώσεις αποζημίωσης σε βάρος των χρημάτων των φορολογουμένων», ανέφερε η Επιτροπή σε ανακοίνωσή της.
Το εκτελεστικό όργανο δήλωσε ότι «θα μελετήσει προσεκτικά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και τις συνέπειές τους» και ότι «επιφυλάσσεται των νομικών του επιλογών».
Η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης.
Άλλες υποθέσεις σχετικά με τις συμβάσεις της Pfizer και την επικοινωνία μεταξύ της φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer Άλμπερτ Μπούρλα εκκρεμούν επίσης σε διάφορες δικαιοδοσίες της ΕΕ.
Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε.
To Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε σήμερα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έδωσε στο κοινό επαρκώς ευρεία πρόσβαση σε ορισμένες λεπτομέρειες και ρήτρες των συμβάσεων αγοράς εμβολίων κατά της νόσου Covid-19.
Το Δικαστήριο της ΕΕ τονίζει ότι «η παράβαση αυτή αφορά ιδίως τους όρους των εν λόγω συμβάσεων οι οποίοι αφορούν την αποζημίωση, καθώς και τις δηλώσεις περί απουσίας συγκρούσεως συμφερόντων των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων».
Το 2020 και το 2021, συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και φαρμακευτικών εταιρειών, συμβάσεις αγοράς εμβολίων κατά της Covid-19 και αποδεσμεύθηκαν περίπου 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια οριστική παραγγελία (για λογαριασμό των 27 κρατών-μελών) η οποία αφορούσε πάνω από ένα δισεκατομμύριο δόσεις εμβολίου.
Το 2021, βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ιδιώτες ζήτησαν την πρόσβαση στις συμβάσεις αγοράς εμβολίων και σε ορισμένα συναφή έγγραφα, «προκειμένου να κατανοήσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις τους και να βεβαιωθούν ότι διασφαλίζεται η προστασία του δημοσίου συμφέροντος». Βασίστηκαν στον ευρωπαϊκό κανονισμό του 2001 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα από τα τρία μεγάλα θεσμικά όργανα της ΕΕ (Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Επιτροπή).
Ωστόσο, «η Επιτροπή παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση στα έγγραφα αυτά» και ως εκ τούτου, ευρωβουλευτές και ιδιώτες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ. (σ.σ. Η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το κάθε όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξης.)
Με τις αποφάσεις του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται εν μέρει τις δύο προσφυγές και ακυρώνει τις αποφάσεις της Επιτροπής κατά το μέρος που περιέχουν πλημμέλειες.
Όσον αφορά τους όρους των συμβάσεων οι οποίοι αφορούν την αποζημίωση των φαρμακευτικών εταιρειών από τα κράτη μέλη για τυχόν αποζημιώσεις τις οποίες οι εταιρείες αυτές θα έπρεπε να καταβάλουν σε περίπτωση ελαττώματος των εμβολίων τους, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του και η ευθύνη του δεν δύναται να περιοριστεί ή να αποκλειστεί έναντι του ζημιωθέντος με ρήτρα περιορισμού ή απαλλαγής από την ευθύνη, δυνάμει της οδηγίας 85/374 (για θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων). Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν απαγορεύει σε τρίτο να επιστρέψει την αποζημίωση που κατέβαλε ένας παραγωγός λόγω ελαττωματικότητας του προϊόντος του.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο λόγος για τον οποίο οι όροι σχετικά με την αποζημίωση περιελήφθησαν στις συμβάσεις, ήτοι η αντιστάθμιση των κινδύνων τους οποίους ανέλαβαν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις και οι οποίοι συνδέονται με τη συντόμευση της προθεσμίας ανάπτυξης των εμβολίων, είχε εγκριθεί από τα κράτη μέλη και είχε δημοσιοποιηθεί. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η παροχή ευρύτερης πρόσβασης στις εν λόγω ρήτρες θα έθιγε ουσιαστικά τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών. Ομοίως, η Επιτροπή δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις από τις οποίες να προκύπτει με ποιον τρόπο η πρόσβαση στους όρους των συμβάσεων θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά τα εμπορικά συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες απέδειξαν δεόντως τον συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μελών της διαπραγματευτικής ομάδας για την αγορά εμβολίων.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις προκειμένου να σταθμίσει ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, τα οποία σχετίζονται με την απουσία συγκρούσεως συμφερόντων και τον κίνδυνο προσβολής της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων.
Υπενθυμίζεται ότι το 2021 μια έντονη διαμάχη ξέσπασε μετά την αποκάλυψη από τους New York Times, για ανταλλαγή μηνυμάτων SMS μεταξύ της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά. Το καλοκαίρι του 2022, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής επέκρινε την απροθυμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δώσει πρόσβαση σε δημοσιογράφο που ζήτησε να μάθει το περιεχόμενο αυτών των μηνυμάτων. Τον Οκτώβρη του 2022, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ξεκίνησε έρευνα για αυτές τις αμφιλεγόμενες αγορές εμβολίων.
Σημειώνεται ότι οι περισσότερες δόσεις εμβολίων αγοράστηκαν από την αμερικανογερμανική Pfizer/BioNTech. Τα εμβόλια άλλων πέντε φαρμακευτικών εταιρειών εγκρίθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (Moderna, AstraZeneca, Janssen, Novavax και Valneva).