Δανειζόμαστε διαρκώς για να έχουμε εισόδημα, μισθούς και συντάξεις όλοι μας!

Tου Δημήτρη Καζάκη

Η Ελλάδα σήμερα έχει καταντήσει μια εντελώς παρασιτική οικονομία και κοινωνία. Σαν οικονομία αδυνατεί να παράγει εισόδημα χωρίς να δανειστεί. Τόσο ως κράτος, όσο και ως ιδιωτικός τομέας. Ενώ δεν διαθέτει πια ούτε καν τα ικανά μέσα παραγωγής με όρους πρωτογενούς και δευτερογενούς ανάπτυξης για να σταθεί στα πόδια της.

Η κυρίαρχη αντίθεση μέσα στην κοινωνία

Σαν κοινωνία διαχωρίζεται, αφενός, σε μια μερίδα εγχώριων παρασίτων και ολιγαρχών υπό ξένη προστασία, που κερδοσκοπούν αδίστακτα με τη λεηλασία, την οπισθοδρόμηση, την υποβάθμιση και την υποτέλεια της χώρας, βγάζοντας τα λάφυρά της στο εξωτερικό. Και αφετέρου στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας της οποία η πιο στοιχειώδης επιβίωση, η λεπτή διαφορά ανάμεσα απόλυτης και σχετικής φτώχειας, εξαρτάται πια όχι από την απασχόληση και την άσκηση των δικαιωμάτων της, αλλά από την κρατική ασυδοσία, διαφθορά και σπατάλη, τις εφήμερες παροχές και τα επιδόματα ελεημοσύνης των κυβερνώντων.

Ο διαχωρισμός αυτός είναι τόσο κυρίαρχος στις μέρες μας, που μπροστά του τείνουν να ατονήσουν όλες οι άλλες ταξικές διαφορές της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ «μεσαία τάξη», ή μεσαία στρώματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου δεν υφίστανται πλέον. Μόνο ίσως μέσα από μια εξίσου παρασιτική εξάρτηση του επαγγελματισμού, ή της επιχειρηματικότητάς τους, που θυμίζει περιόδους δυτικοευρωπαϊκής ύστερης φεουδαρχίας, ή εποχή «μεγάλων τζακιών» στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.

Αυτή η τρομακτική και ιστορικά πρωτοφανής υποβάθμιση της Ελλάδας, ενώ ενυπήρχε οργανικά στον ελληνικό καπιταλισμό καθ’ όλη την ιστορική του διάρκεια – χάρις πρωτίστως στην εξ υπαρχής εξάρτηση και υποτέλεια από τους «μεγάλους προστάτες και εταίρους» – είναι το τραγικό αποτέλεσμα της ένταξης στο ευρωσύστημα, η οποία αναπόφευκτα και απόλυτα προβλέψιμα οδήγησε στην 5η και χειρότερη χρεοκοπία της χώρας.

Πρόκειται για μια ελεγχόμενη από τους δανειστές χρεοκοπία, όπου η Ελλάδα παραιτήθηκε εξαρχής από όλα τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αλλά και τις ασυλίες που της παρέχει η διεθνής πρακτική και το δίκαιο για να τεθεί υπό καθεστώς κατοχής και εκποίησης. Υπό καθεστώς, δηλαδή, χειρότερο από εκείνο που νομικοπολιτικά διέπει μια κατεστραμμένη επιχείρηση.

Δανειζόμαστε για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις!

Θυμάστε τι μας έλεγαν; Στην αρχή επιχείρησαν να πείσουν τη σκόπιμα βαθιά νυχτωμένη πλειοψηφία – και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν – ότι χρεοκοπήσαμε γιατί «όλοι μαζί τα φάγαμε», γιατί «δανειζόμαστε για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις». Ενώ οι πλέον διαταραγμένοι και θρασείς συκοφάντες της κοινωνίας έλεγαν: «Χρεωκοπήσαμε γιατί δανειζόμασταν για να τα σπαταλήσουμε σε αυξήσεις και κοινωνικές παροχές»! Κι έτσι «γεμίσαμε βίλες με πισίνες»!

Τα θυμάστε; Δεν πρέπει ποτέ να τα ξεχάσετε!

Έτσι, οι χειρότεροι τυχοδιώκτες, οι μεγαλύτεροι κακούργοι, οι πιο διεφθαρμένοι και ελεεινοί κίναιδοι, που βρέθηκαν ποτέ, όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή ιστορία – πάντα με ξένες πλάτες – να εξουσιάζουν και να λεηλατούν μια χώρα σαν την Ελλάδα, διαλάλησαν ανά την υφήλιο τον καημό τους: «Έτσι είναι, όταν κυβερνάς μια διεφθαρμένη χώρα»!

Και συνεχίζουν έως σήμερα το ίδιο αφήγημα με όλο το βαρύγδουπο και εικονικό κύρος της εξαγορασμένης πολιτικής και επιστήμης. Όλων αυτών των ελέω εξωνημένων μέσων μαζικής εξαπάτησης δημοσιολογούντων, επαϊόντων, ειδικών, ακαδημαϊκών και λοιπών κακόφημων επαγγελμάτων.

Βέβαια, όσοι, ελάχιστοι, δεν πείστηκαν και κράτησαν τα λογικά τους γνωρίζουν πώς τίποτε απ’ όλα αυτά δεν αληθεύει. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι δανειζόμασταν κατά 90% και πλέον για να αναχρηματοδοτούμε τα παλιότερα δάνεια – δάνεια που κατάγονται από το 1880 – και λιγότερο από 10% για να καλύπτουμε τα δημοσιονομικά ελλείμματα από «απρόσοδες δαπάνες» του κράτους, που δεν αφορούσαν, βέβαια, σε κοινωνικές παροχές, μισθούς και συντάξεις, αλλά στο δυσβάσταχτο κόστος της νομής της εξουσίας από ημετέρους και κάθε λογής κρατικοδίαιτου παρασιτισμού της πολιτικής και της οικονομίας.

Δανειζόμασταν δηλαδή για να αναχρηματοδοτούμε τη λεηλασία της χώρας, η οποία είχε πάρει ήδη από τη δεκαετία του ’90 στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, διαστάσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ το ετήσιο ΑΕΠ της. Το γεγονός ότι δεν χρεοκοπήσαμε τότε, επί κυβέρνησης είτε του πατρός Μητσοτάκη, είτε του Σημίτη, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι είχαμε τη δραχμή και το δημόσιο χρέος ήταν κατά 85% σε εθνικό νόμισμα.

Με την είσοδο στο ευρώ ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση

Υιοθετώντας το ευρώ, όχι μόνο χάσαμε το έσχατο μέσο αποτροπής της χρεωκοπίας – το εθνικό μας νόμισμα – αλλά μετατρέψαμε τη χώρα ανεπιστρεπτί σε προνομιακό πεδίο Ευρωπαϊκής και διεθνούς κερδοσκοπίας με κρατικά και ιδιωτικά χρέη. Μετατρέψαμε την οικονομία μας σε «τραπεζοκεντρική», δηλαδή σε ό,τι πιο παρασιτικό μπορεί να υπάρξει.

Κι όταν οι «αγορές», δηλαδή οι διεθνείς κερδοσκόποι χρέους, είδαν ότι δεν τους συμφέρει πλέον να δανείζουν την Ελλάδα, ήρθαν σε συνεννόηση με τους εγχώριους επαγγελματίες της πολιτικής σε δεξιά, αλλά και αριστερά – με το αζημίωτο πάντα για τους κομματικά αργόμισθους – προκειμένου να οδηγήσουν τη χώρα σε μια ελεγχόμενη από τους ίδιους χρεωκοπία.

Έτσι μας οδήγησαν όλοι μαζί να ζούμε σε μια χώρα, η οποία για να μας θρέψει, για να έχουμε τις πιο στοιχειώδεις, αν και τρισάθλιες υποδομές – θρηνώντας τακτικά εκατόμβες από ανυπαρξία πρόνοιας και σχεδίου, από φωτιές, νεροποντές και «δυστυχήματα» εκ προμελέτης. Για να έχουμε μια δουλειά, τόσο προσωρινή κι αχάριστη, που για να πληρωνόμαστε έναν κατ’ επίφαση μισθό, ή μια ανεπαρκέστατη σύνταξη, θα πρέπει η χώρα ως σύνολο να δανείζεται πολύ πάνω από τις όποιες δυνάμεις της. Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας που παραθέτουμε:

Ο πίνακας αυτός απεικονίζει το μεγαλείο της περιλάλητης πολιτικής προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου, όπου έχει ανατεθεί προνομιακά η ανάκαμψη της απασχόλησης, των επενδύσεων και της εξόδου από την χρεωκοπία. Αποτυπώνει τις απαιτήσεις, δηλαδή τις εκροές κεφαλαίου από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, όπως και τις υποχρεώσεις, τις εισροές κεφαλαίου στην Ελλάδα από το εξωτερικό ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η διαφορά ανάμεσα στις εκροές και τις εισροές κεφαλαίου δίνουν την «καθαρή διεθνή επενδυτική θέση» της Ελλάδας, πάλι ως ποσοστό στο ΑΕΠ.

Από τον πίνακα παρατηρούμε πώς το 1998 οι εκροές κεφαλαίου από την Ελλάδα προς το εξωτερικό ανέρχονταν λίγο πάνω από το 38% του ΑΕΠ. Ενώ οι εισροές κεφαλαίου προς την Ελλάδα από το εξωτερικό ανέρχονταν σε 63,5% του ΑΕΠ. Τα δεδομένα αυτά δημιουργούσαν ένα «έλλειμμα» κεφαλαίων στην καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας ύψους 25% του ΑΕΠ.

Η Ελλάδα είναι ιστορικά ελλειμματική ως προς την καθαρή διεθνή επενδυτική της θέση, λόγω κυρίως του πάγιου δόγματος των κυβερνήσεων που αναθέτει κατά προτεραιότητα την ανάπτυξη στην προσέλκυση ξένου κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα είναι η χρόνια καθυστέρηση της παραγωγικής βάσης και των υποδομών της. Όπως και η υποτέλεια της χώρας. Παρά το γεγονός ότι επί δεκαετίες από το 19ο αιώνα έως την μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις υπέγραφαν και θέσπιζαν ουσιαστικά συμβάσεις ασυδοσίας, φορολογικής ασυλίας και προνομιακής μεταχείρισης υπέρ του ξένου κεφαλαίου.

Με την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ το 2002 οι εισροές κεφαλαίου από το εξωτερικό εκτινάχθηκαν κοντά στο 114% του ΑΕΠ, ενώ οι εκροές κεφαλαίου στο 57%. Η δε καθαρή διεθνής επενδυτική θέση διαμορφώθηκε επίσης στο 57%.

Η δραματική αυτή εκτίναξη σηματοδοτεί το βάθεμα της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισροές ξένου κεφαλαίου, του οποίου οι προτεραιότητες και οι στοχεύσεις ελάχιστα αφορούσαν την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Αντίθετα, ενδιαφερόταν κατά κύριο να κερδοσκοπήσει με τα κρατικά και ιδιωτικά χρέη της Ελλάδας.

Τι το ιδανικότερο για τους διεθνείς κερδοσκόπους και τοκογλύφους, δηλαδή τους επενδυτές κεφαλαίου, από μια οικονομία υπό καθεστώς αποβιομηχάνισης και αποαγροτοποίησης ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 χάρις στην ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση, από το να επενδύουν στα χρέη και την εξαγορά έτοιμων μεριδίων αγοράς. Η ελληνική οικονομία αγόραζε από το καρτέλ του ευρωσυστήματος τη νομισματική κυκλοφορία που χρειαζόταν για να λειτουργήσει προκειμένου να αγοράσει επίσης όλο και μεγαλύτερο όγκο εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.

Γι’ αυτό και ο κύριος όγκος των εισροών-εκροών κεφαλαίου είναι απευθείας δανειακά κεφάλαια. Σύμφωνα με τον πίνακα που παραθέτουμε φαίνεται ότι το % του δανειακού κεφαλαίου επί του συνόλου των εισερχόμενων και εξερχόμενων κεφαλαίων όχι μόνο αποτελεί τον κύριο όγκο, αλλά αυξήθηκε δραματικά στα χρόνια ένταξης στο ευρώ και ακόμη περισσότερο στα χρόνια των μνημονίων.

Με άλλα λόγια, οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του ισοζυγίου κεφαλαίων αφορούν ουσιαστικά σε δανεισμό της χώρας. Το υπόλοιπο αφορά σε εξαγορές μετοχικών μεριδίων, εταιρειών και ακινήτων στο εσωτερικό της χώρας.

Η μόνη «άμυνα» για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της βιομηχανίας ήταν είτε να υποκύψουν σε επιθετικές εξαγορές από επενδυτικά σχήματα του εξωτερικού, είτε να μετατραπούν σε εξαρτήματα διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού. Η δε βιοτεχνία και η αγροτική οικονομία ήταν αναγκασμένη να φυτοζωήσει με επιδοτήσεις και κοινοτικά κονδύλια σε αναμονή του αναπόφευκτου τέλος τους. Τουλάχιστον για τη μεγάλη πλειοψηφία που δεν θα προσέλκυαν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, ή των εγχώριων συνεταίρων τους.

Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική οικονομία να γνωρίσει ιστορικά ρεκόρ εκτίναξης των ελλειμμάτων του εξωτερικού ισοζυγίου. Μας δάνειζαν για να κλείσουμε τη δική μας παραγωγή για την εγχώρια αγορά και να αγοράζουμε κατόπιν από τις μεγάλες οικονομίες των δανειστών μας. Κάτι που συνεχίζει να γίνεται με πολύ χειρότερους όρους και σήμερα.

Η Ελλάδα δεν είναι πια βιώσιμη ως οικονομία

Το 2009, τη χρονιά-ορόσημο για τη χρεωκοπία της Ελλάδας, οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό – πρωτίστως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία – ξεπέρασαν τα 205% του ΑΕΠ, έναντι των εκροών προς το εξωτερικό που ξεπέρασαν το 115% του ΑΕΠ. Ενώ η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας διαμορφώθηκε λίγο πάνω από το 90% του ΑΕΠ.

Να το αληθινό μυστικό της χρεωκοπίας μας. Το γεγονός δηλαδή ότι χάρις στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε 7 χρόνια, η Ελλάδα έπαψε να είναι βιώσιμη οικονομία. Γιατί; Διότι για κάθε 100 ευρώ ΑΕΠ θα έπρεπε να αντλήσει από το εξωτερικό πάνω από 205 ευρώ ετήσια και να εξάγει στο εξωτερικό πάνω από 115 ευρώ. Πρόκειται για τον ορισμό της μη βιωσιμότητας μιας οικονομίας.

Από κει και πέρα, οι κυβερνήσεις αντί να ασχοληθούν σοβαρά με το γεγονός αυτό, τι έκαναν; Το ακριβώς αντίθετο. Έθεσαν ως προτεραιότητα τη «βιωσιμότητα» του χρέους, όπως βάφτισαν την δυνατότητα εξυπηρέτησής του. Μόνο που το χρέος δεν έχει ζωή για να είναι βιώσιμο ή μη. Η οικονομία όμως στο σύνολό της έχει ζωή μιας και απ’ αυτήν αντλεί τον βιοπορισμό της και την ίδια τη ζωή της η κοινωνία.

Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε. Αντί να κηρύξουμε κατ’ ελάχιστο παύση πληρωμών του χρέους, όπως έκαναν όλες οι κυβερνήσεις σε όλες τις προηγούμενες ιστορικές φάσης των χρεωκοπιών της χώρας. Κι έτσι να στραφεί η προσοχή της πολιτικής στην αξιοποίηση των εγχώριων πόρων και μέσων παραγωγής προκειμένου να γίνει η ελληνική οικονομία βιώσιμη, έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Διέθεσαν όλους τους πόρους και την περιουσία της χώρας στην εξυπηρέτηση του χρέους, προκειμένου οι τοκογλυφικές απαιτήσεις των δανειστών να είναι «βιώσιμες».

Τις συνέπειες τις βλέπουμε στον πίνακα των Απαιτήσεων και Υποχρεώσεων της χώρας. 13 χρόνια μνημονιακών δεσμεύσεων έχουν οδηγήσει τις εισροές κεφαλαίου το 1921 πάνω από το 323%, ενώ τις εκροές σχεδόν στο 159% του ΑΕΠ. Με την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας να κινείται περίπου στο 165% του ΑΕΠ.

Τα δεδομένα αυτά μας κάνουν έναν από τους τέσσερεις μεγαλύτερους οφειλέτες παγκόσμια. Δηλαδή, μια από τις πιο χρεωκοπημένες χώρες του πλανήτη, χωρίς καμιά δυνατότητα βιωσιμότητας της οικονομίας της.

Για να το καταλάβουμε δεν έχουμε παρά να φανταστούμε ότι για κάθε 100 ευρώ τζίρου, ή ακαθάριστου εισοδήματος, οφείλουμε να δανειστούμε από το εξωτερικό 323 ευρώ και να πληρώσουμε 159 ευρώ κάθε χρόνο. Ποια επιχείρηση, ποιο νοικοκυριό, ποια οικονομία μπορεί να είναι βιώσιμη υπό αυτές τις συνθήκες;

Η κατάσταση αυτή προδικάζει επίσης και την εκτίναξη τόσο του κρατικού χρέους, όσο και του ιδιωτικού χρέους όλα τα επόμενα χρόνια. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, όσο βαδίζουμε στο μονόδρομο της λεγόμενης βιωσιμότητας του χρέους με όρους μνημονιακών δεσμεύσεων.

Αν δεν καταγγείλουμε άμεσα το χρέος με σκοπό τη διαγραφή του, αν δεν προχωρήσουμε αύριο το πρωί σε επανεστίαση όλης της προσοχής μας στην κατά προτεραιότητα βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, δεν έχουμε καμιά ελπίδα, εκτός από το να περιμένουμε τον «ξαφνικό θάνατο» της Ελλάδας, δηλαδή όλων όσοι από εμάς δεν έχουμε τη δυνατότητα να δραπετεύσουμε στο εξωτερικό.

Διαφορετικά, καμιά σύνταξη, οσοδήποτε αναιμική κι αν είναι, καμιά δουλειά, κανένα εισόδημα, καμιά ζωή δεν είναι ασφαλής αν δεν βρούμε ως χώρα να δανειστούμε εκ νέου. Μόνο και μόνο για να επιτείνουμε ακόμη περισσότερο την αδυναμία βιωσιμότητας της Ελλάδας ως κράτους, ως οικονομίας, ως χώρας.

Είναι τόσο επικίνδυνη η κατάσταση, ειδικά μπροστά στην προοπτική ενός νέου κραχ, και τόσο επείγουσα, που όλες οι πολιτικές ηγεσίες, όσες εξαρτούν την πολιτική τους ύπαρξη από τον τραπεζικό δανεισμό και τα funds, αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για να μην «βγει στον αέρα» και γίνει αντικείμενο προβληματισμού και συζήτησης. Ειδικά μέσα στην προεκλογική περίοδο. Προτιμούν τον «ξαφνικό θάνατο» της χώρας, παρά ν’ αρχίσει ο κόσμος ν’ αντιλαμβάνεται σε τι τρομακτικό αδιέξοδο τους έχει οδηγήσει ο μονόδρομός τους.

Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ.

 

Δείτε περισσότερα

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button