4,4 δισ. ευρώ θα χάσουν φέτος τα Ελληνικά ξενοδοχεία
Η απώλεια του κύκλου εργασιών για τα ξενοδοχεία το 2020 θα φθάσει τα 4,46 δισ. ευρώ, αναφέρει η έκθεση της EY. Για τα ξενοδοχεία δωδεκάμηνης λειτουργίας η πτώση του τζίρου εκτιμάται φέτος στο 1,2 δισ. ευρώ και για τα εποχικής στα 3,26 δισ. ευρώ.
Ούτε το 2024 δεν θα μπορέσει να έχει ανακτήσει η Ελλάδα τα επίπεδα τουριστικών αφίξεων και εσόδων του 2019. Αυτό συμπεραίνει εκτενέστατη έκθεση της EY για τις επιπτώσεις της πανδημίας στον ελληνικό τουρισμό, που προαναγγέλλει μια πενταετή περίοδο κρίσης.
Σύμφωνα με την EY, η απώλεια του κύκλου εργασιών για τα ελληνικά ξενοδοχεία το 2020 θα φτάσει τα 4,46 δισ. Για τα ξενοδοχεία δωδεκάμηνης λειτουργίας η απώλεια του τζίρου εκτιμάται φέτος στο 1,2 δισ. και για τα εποχικής λειτουργίας στα 3,26 δισ.
Από τα 34,4 εκατομμύρια αφίξεις το 2019, φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της EY, αναμένεται να έλθουν μόνον 14,5 εκατομμύρια ταξιδιώτες που μπορεί να επανέλθουν στα 24,8 εκατομμύρια το 2024.
Αντίστοιχα, τα έσοδα αναμένεται να διαμορφωθούν από περίπου 18 δισ. το 2019 στα 8,9 δισ. φέτος, πριν ανακάμψουν στα 15,2 δισ. το 2024. Απώλειες τζίρου που θεωρούνται συντριπτικές και που θα συνδυαστούν με σημαντική πίεση της κερδοφορίας, σημειώνει η έκθεση.
Στην έκθεση, που συντάχθηκε από την ομάδα οικονομικών συμβουλευτικών Υπηρεσιών του τμήματος χρηματοοικονομικών συμβούλων και υποστήριξης συναλλαγών της EY Ελλάδος, περιλαμβάνεται μια ενδεικτική εκτίμηση των επιπτώσεων της πανδημίας στον συνολικό τουριστικό τομέα της Ελλάδας σε βάθος διετίας και των προοπτικών ανάκαμψης μέχρι το τέλος του 2022, με βάση τρία εναλλακτικά σενάρια – βασικό, αισιόδοξο και απαισιόδοξο. Το μελετητικό κομμάτι της έκθεσης εκτιμά ότι το 2020 η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου θα συρρικνωθεί στα 14 δισ. (βασικό σενάριο), 12 δισ. (απαισιόδοξο σενάριο) ή 16 δισ. ευρώ (αισιόδοξο σενάριο) αντίστοιχα, από τα 22 δισ. του 2019. Και στα τρία σενάρια, η μεγαλύτερη κάμψη αναμένεται το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και κυμαίνεται μεταξύ 41% και 53%, με το σενάριο βάσης να υπολογίζει τη συρρίκνωση στο 49%.
Ιδιαιτέρως δυσοίωνα είναι όμως και τα απολογιστικά στοιχεία για το πρώτο πεντάμηνο του 2020: με βάση στοιχεία της STR, η μείωση των εσόδων ανά διαθέσιμο δωμάτιο (Revenue Per Available Room – RevPAR), τον Μάρτιο, έφθασε στην Ελλάδα το 69,4% σε ετήσια βάση, ποσοστό μικρότερο από της Ιταλίας (92,8%), αλλά μεγαλύτερο από της Γαλλίας (67,7%), της Πορτογαλίας (66%) και της Τουρκίας (57,5%). Για το πρώτο τρίμηνο συνολικά, η μείωση στην Αθήνα διαμορφώθηκε στο 32,5%, στη Θεσσαλονίκη στο 15,6% και για τα τουριστικά θέρετρα στο 40,9%.
Σύμφωνα με την EY, η κάμψη στην τουριστική κίνηση οφείλεται αφενός στους ταξιδιωτικούς περιορισμούς και στο κλείσιμο των συνόρων και αφετέρου στη μειωμένη ζήτηση. Η ραγδαία εξάπλωση του ιού σε αρκετές από τις σημαντικότερες χώρες προέλευσης των επισκεπτών (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ιταλία) αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εισπράξεων.
Οπως αναφέρεται, ακόμη και στο αισιόδοξο σενάριο, οι απώλειες εισπράξεων το 2020 θα προσεγγίσουν σχεδόν τα 10 δισ. ευρώ, διατηρώντας μόλις οκτώ δισ. από τα 18,2 δισ. ευρώ εισπράξεις του 2019. Η ενδεχόμενη παράταση της περιόδου τον Σεπτέμβριο δεν θα μπορέσει να καλύψει αυτή την απώλεια. Από την άλλη πλευρά, οι καλές επιδόσεις της χώρας στην αντιμετώπιση της πανδημίας ενδέχεται να της επιτρέψουν να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο της συρρικνωμένης φετινής αγοράς.
Οι προτάσεις
Η ΕΥ προβαίνει και σε μια σειρά προτάσεών της προς τις τουριστικές επιχειρήσεις, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και την προσαρμογή τους στη μετά- COVID-19 εποχή, μεταξύ των οποίων είναι η προτεραιότητα στα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας, η συστηματική παρακολούθηση των εξελίξεων και διατήρηση στενής επαφής με προμηθευτές, επενδυτές και ρυθμιστικές αρχές, η έμφαση στη ρευστότητα, η «δυναμική διοίκηση και διαχείριση», καθώς και παρακολούθηση κρίσιμων δεικτών για την εξέλιξη της κρίσης, αλλά και στρατηγικές κινήσεις για την προσέγγιση νέων αγορών και τη δημιουργία συμμαχιών με χώρες που παρουσιάζουν παρόμοια επιδημιολογικά χαρακτηριστικά.
Μικρή η συνεισφορά του οδικού τουρισμού
Ο οδικός τουρισμός, στον οποίο βασίζουν πολλοί, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, τις προσδοκίες τους για να μετριάσουν κάπως τις ζημίες από την πανδημία φέτος, δεν θα καταφέρει να έχει σημαντικά θετικό αντίκτυπο. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι, αν και αποτελεί το 30% του συνόλου των αφίξεων, φέρνει μόνο το 10% των εσόδων, καθώς έχει από τις χαμηλότερες κατά κεφαλήν δαπάνες μεταξύ των αγορών προσέλκυσης επισκεπτών. Ειδικότερα, η συνεισφορά του οδικού τουρισμού στον εισερχόμενο τουρισμό το 2019 ανήλθε σε 9,6 εκατ. αφίξεις, 38,2 εκατ. διανυκτερεύσεις και 1,8 δισ. ευρώ έσοδα, που αντιστοιχούν στο 30,6% του συνόλου των αφίξεων, στο 16,4% των διανυκτερεύσεων και στο 10,1% των εσόδων. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της νέας μελέτης του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) για το θέμα. Σύμφωνα με τη μελέτη, ο οδικός τουρισμός αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα, ιδιαίτερα για τη Βόρεια Ελλάδα (Θράκη, Μακεδονία, Ηπειρος).
Από την άλλη πλευρά, ο οδικός τουρισμός χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλή μέση κατά κεφαλήν δαπάνη (185 ευρώ έναντι 731 ευρώ για τον υπόλοιπο τουρισμό και 564 ευρώ για το σύνολο του εισερχόμενου τουρισμού), ως απόρροια της χαμηλής μέσης διάρκειας παραμονής (4 διανυκτερεύσεις έναντι 8,9 και 7,4, αντιστοίχως) αλλά και της χαμηλής μέσης δαπάνης ανά διανυκτέρευση (47 ευρώ έναντι 82 ευρώ και 76 ευρώ, αντιστοίχως). Από την άλλη πλευρά, το 67% των συνολικών εσόδων του οδικού τουρισμού εισρέει στη χώρα στο τρίτο τρίμηνο, έναντι 58% του υπόλοιπου τουρισμού και 59% του συνόλου. Συνεπώς, «το άνοιγμα των συνόρων επιτρέπει την εκμετάλλευση της ισχυρής ζήτησης που προϋπάρχει για οδικό τουρισμό για το συγκεκριμένο τρίμηνο», σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.
Kαθημερινή / Ηλίας Μπέλλος